Παρασκευή 11 Ιουνίου 2010

Οι πιο αδίστακτοι μάνατζερ στην ιστορία της μουσικής



O Crazy Greek blogger σκιαγραφεί τον αθέατο κόσμο της μουσικής βιομηχανίας μέσα από τις ιστορίες των πιο αδίστακτων μάνατζερ.



Ο «Συνταγματάρχης»

Όσο παράξενο και αν ακούγεται, ο Elvis Presley ποτέ δεν εμφανίστηκε ζωντανά εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο μάνατζερ του, Tom Parker, επέμενε ότι τα προβλήματα ασφαλείας ήταν ανυπέρβλητα. Στην πραγματικότητα, όμως, ο «Συνταγματάρχης» ήταν ένας παράνομος μετανάστης στις Ηνωμένες Πολιτείες που φοβόταν μήπως δεν του επιτραπεί ξανά η είσοδος στη χώρα.

Ο Andreas Cornelis van Kuijk, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στην Ολλανδία, μετανάστευσε στις ΗΠΑ στη δεκαετία του 1930 και αρχικά εργάστηκε σε ένα τσίρκο. Εκεί πολύ γρήγορα κατάλαβε ότι για να προσελκύσεις τις μάζες πρέπει να έχεις κάποιο χαρακτηριστικό τρικ και αν απευθύνεσαι στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή. Η αρχές του μεταφράστηκαν στο κούνημα των γοφών του Elvis και την θρυλική κινηματογραφική του γκριμάτσα.

Πριν ανακαλύψει τον Elvis, ο Parker ασχολήθηκε με την προώθηση μουσικών αστεριών όπως ο Hank Snow και Eddy Arnold. Στο διάστημα αυτό διαμόρφωσε τις αρχές του celebrity management: Τα λεφτά μπροστά, απόλυτος έλεγχος στα μέσα ενημέρωσης και μαζική προώθηση προϊόντων. Όταν ήταν μάνατζερ του Elvis δημιούργησε μια νέα τάση: Αντί για το συνηθισμένο 10%, ο Parker έπαιρνε μερίδιο της τάξης του 25% που αργότερα έφτασε και το 50%. Ήταν τόσο φιλοχρήματος που όταν τελείωσε η κηδεία του Elvis το 1977 πήρε το πρώτο αεροπλάνο για τη Νέα Υόρκη και διαπραγματεύτηκε συμφωνίες για αναμνηστικά προϊόντα.

Στη διάρκεια των τελευταίων ετών, ο Parker ήταν εθισμένος στον τζόγο. Από τα 100 εκατομμύρια δολάρια που κέρδισε μανατζάροντας τον Elvis του είχε απομείνει μόνο ένα εκατομμύριο.


Ο «ροκ σταρ»

Ο Tony Defries ήταν ένα από τα πνευματικά τέκνα του «Συνταγματάρχη». Όταν ανακάλυψε τον νέο βασιλιά του rock ‘n’ roll στο πρόσωπο του David Bowie, τον έπεισε να απολύσει τον μάνατζερ που τον ανέδειξε, να προσλάβει τον ίδιο στη θέση του και να υπογράψει με τη δισκογραφική του Elvis, την RCA ώστε να διασφαλίσει την επιτυχία στην Αμερική. Για τον ίδιο σκοπό ξόδεψε δεκάδες χιλιάδες δολάρια στην εικόνα του ίδιου και του Bowie καθώς και αμφιλεγόμενα διαφημιστικά κόλπα. Σε ένα από αυτά πλήρωσε για τη μεταφορά και διαμονή δεκάδων Αμερικανών δημοσιογράφων στο Λονδίνο για να παρακολουθήσουν τη εμφάνιση του Ziggy Stardust στο Ντόρσεστερ Χοτέλ.

Αντίθετα με το Parker που ήταν οικογενειάρχης, ο Defries ζούσε στην υπερβολή. Είχε οκτώ διαμερίσματα στο Μανχάταν, σωματοφύλακες ντυμένους με στολές πολεμικών τεχνών και φορούσε πάντα βελούδινα κοστούμια. Στην πραγματικότητα, ο Defries ήταν ο ροκ σταρ. Στο απόγειο του Ziggy Stardust, ο Bowie δανειζόταν ακόμα και για το σουπερμάρκετ. «Υποδουλώθηκα και δεν έβγαλα τίποτα» δήλωσε ο Bowie το 1975 λίγο μετά το διαζύγιο με το Defries. Ένα διαζύγιο που ήρθε με κόστος 50% σε όλα τα πνευματικά δικαιώματα των δίσκων του μέχρι τότε και 16% όλων των κερδών μέχρι το 1982.


Ο «νονός»

Όταν ο Don Arden υποπτεύθηκε ότι ο Robert Stigwood, μάνατζερ των Bee Gees, των Cream (και για μικρό χρονικό διάστημα των Beatles) προσπαθούσε να του κλέψει τις μπάντες έβαλε τα πρωτοπαλίκαρα του να του δώσουν ένα μάθημα. Τον κράτησαν κρεμασμένο από ένα μπαλκόνι τετάρτου ορόφου. Το πρωσονύμιο του στο Λονδίνο του 1960 ήταν ο νονός. Ακόμα και όταν οι Small Faces του Rod Stewart έβγαζαν χιλιάδες λίρες την εβδομάδα αυτός τους πλήρωνε 20 λίρες την εβδομάδα.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ο Arden ίδρυσε τη Jet Records για να προωθήσει την καριέρα των Black Sabbath. Το 1979 έκρινε σκόπιμο να απολύσει τον Ozzy Osbourne παρά το γεγονός ότι ήταν η ψυχή του συγκροτήματος. Όταν, όμως, έμαθε ότι η κόρη του Sharon συνεργαζόταν μαζί του έστειλε πάλι τα ντόπερμαν. Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, η Σάρον ήταν έγκυος και έχασε το παιδί. Παρόλα αυτά έμεινε με τον Ozzy και αργότερα παντρεύτηκαν.


Η «αρκούδα»

Ο Albert Grossman ήταν γνωστός ως η «αρκούδα» τόσο για το παρουσιαστικό του όσο και για τις μεθόδους του. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 ήταν περισσότερο ένας μουσικόφιλος, με καταπληκτική φωνή, πτυχίο οικονομικών και ιδιοκτήτης ενός μουσικού κλαμπ στο Σικάγο. Από το κλαμπ αυτό πέρασαν και έκαναν τα πρώτα τους βήματα σημαντικοί καλλιτέχνες όπως η Odetta και ο Gordon Lightfoot, τους οποίους και βοήθησε να αναδειχτούν.

Όταν αποφάσισε να περάσει στη θέση του μάνατζερ ξεπήδησε από μέσα του η "γκρι αρκούδα" που κατασπάραξε τον Bob Dylan. Με το επιβλητικό παρουσιαστικό του ενός μέτρου και ογδόντα εκατοστών, την ψυχρή ματιά και τις διαπραγματευτικές ικανότηες επιβαλλόταν με την ίδια ευκολία σε δισκογραφικές και μέσα ενημέρωσης. Ο Bob Krasnow της Elektra Records είχε πει στο "Musician" ότι η ο Grossman άλλαξε το περιεχόμενο της λέξης διαπραγμάτευση.

Όταν ο Bob Dylan αποφάσισε ότι η απληστία του Grossman ήταν εκτός ελέγχου αποφάσισε να αλλάξει μάνατζερ. Ο Grossman ωστόσο τον κυνήγησε δικαστικά για περισσότερο από μια δεκαετία υποβάλλοντας αγωγές για δεκάδες εκατομμύρια δολάρια πρακτική που ακολούθησε μέχρι το θάνατο του το 1987.


Ο «παλαιστής»

Το γενειοφόρο κτήνος που άκουγε στο όνομα Peter Grant ήταν ο μάνατζερ των Led Zeppelin στο απόγειο της δόξα τους. Στο βιογραφικό του υπάρχουν διάφορα καταγεγραμμένα επεισόδια ξυλοδαρμού, όπως αυτό ενός παραγωγού που προσπάθησε να εκφοβήσει έναν από τους τραγουδιστές του. Εκτός από τον παραγωγό, ο Grant έδειρε και τους έξι αστυνομικούς που ήρθαν να τον συλλάβουν.

Ο Grant γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1935 και η παιδική του ηλικία στιγματίστηκε από τη μεταπολεμική φτώχια και τις δυσκολίες. Αυτό όμως τον έκανε πιο δυνατό χαρακτήρα που σε συνδυασμό με τη σωματική του ρώμη θα σφράγιζαν την καριέρα του. Όταν πέρασε στο μάνατζμεντ μουσικών συγκροτημάτων ασχολήθηκε αρχικά με τον Chuck Berry και τον Little Richard. Αργότερα, όμως, γνώρισε τους Led Zeppelin έγινε το πέμπτο αφανές μέλος της μπάντας και ασχολήθηκε αποκλειστικά μαζί τους.

Αν και όλη η μουσική βιομηχανία φοβόταν τον Grant, ο ίδιος ήταν ένας αξιαγάπητος άνθρωπος που πρόσεχε τους καλλιτέχνες του. Οντας η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα, θεωρούσε ότι οι καλλιτέχνες είναι η πεμπτουσία της βιομηχανίας και πάλεψε για την καλλιτεχνική τους ανεξαρτησία και μεγαλύτερες απολαβές. Το 1968 εξασφάλισε προκαταβολή 200 χιλιάδων δολαρίων από την Atlantic Records για συμβόλαιο πέντε ετών ενώ διαπραγματεύτηκε επιτυχώς το μεγαλύτερο μερίδιο πνευματικών δικαιωμάτων στη ιστορία της ροκ. Ήταν περίπου πενταπλάσιο από αυτό των Beatles.

Η ενασχόληση του Grant με τη μουσική τελείωσε με το θάνατο του ντράμερ των Led Zeppelin, John Bonham. Αποσύρθηκε στην έπαυλη του, καταναλώνοντας τεράστιες ποσότητες κοκαΐνης και έτοιμου φαγητού.


Ο «οδοντίατρος»

Η αυτοκρατορία του Brian Epstein κατέρρευσε δύο, μόνο, χρόνια μετά το θάνατο του το 1967. Υπεύθυνος για αυτό δεν είναι άλλος από τον Allen Klein που εκμεταλλεύτηκε το θάνατο του Epstein για να θησαυρίσει. Ο Τζον Λένον, ο Τζορτζ Χάρισον και ο Ρίνγκο Σταρ έπεσαν πολύ γρήγορα θύμα της γοητείας και της καπατσοσύνης του. Αντίθετα ο Πολ ΜακΚάρτνι έβλεπε εφιάλτες στους οποίους ο Κλάιν εμφανιζόταν σε ρόλο οδοντιάτρου αφαιρόντας του τα δόντια.

Με την αναλήψη του μάνατζμεντ των Beatles, ο Klein, ξεκίνησε την εκκαθάριση της εταιρεία παραγωγής που είχε συστηθεί για να τους προωθήσει εξαφανίζοντας κεφάλαια και όποιον υπάλληλο έβρισκε εμπόδιo. Στη συνέχεια διαπραγματεύτηκε αυτοπροσώπως συμβόλαια εκατοντάδων εκατομμυρίων και για τα οποία λάμβανε παχυλές προμήθειες. Το 1973 ξεκίνησαν και οι αγωγές των Beatles εναντίον του χωρίς όμως να ιδρώσει το αυτί του Klein που ήταν μαθημένος από τις δεκάδες αγωγές των Rolling Stones εναντίον του.

Το τελευταίο επεισόδιο στην καριέρα του Klein δεν είναι άλλο «από το καλύτερο τραγούδι που δεν έγραψαν οι Rolling Stones την τελευταία 25ετία» , το Bittersweet Symphony. Οι Verve είχαν χρησιμοποιήσει ένα συμφωνικό κομμάτι των Rolling Stones μετά από προφορική συμφωνία με το συγκρότημα. Αυτό που δεν γνώριζαν ήταν ότι την εποχή που οι Rolling Stones είχαν γράψει το συμφωνικό κομμάτι είχαν μάνατζερ τον Klein. Ο Klein, έχοντας μέρος των πνευματικών δικαιωμάτων, πήγε τους Verve στα δικαστήρια, κέρδισε το 100% των πνευματικών δικαιωμάτων του τραγουδιού και αργότερα το πούλησε στη Nike για εκατομμύρια δολάρια. Σήμερα είναι 76 ετών και ζει στο Λος Άντζελες.
Εδώ γράφουμε αυτά που θέλουμε να εμφανίζονται μετά το "Διαβάστε περισσότερα".



men24

No response to “Οι πιο αδίστακτοι μάνατζερ στην ιστορία της μουσικής”

Leave a Reply

Related Posts with Thumbnails